Ετζήογλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ετζήογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Eceoğlu < τουρκική ece (γέρος) + -oğlu (-ογλου)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ετζήογλου αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ετζήογλου σελ.116 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.