Εὐέλπιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εὐέλπιστος < εὖ + ἐλπίς + → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εὐέλπιστος αρσενικό
Εὐέλπιστος αρσενικό