ΙΧ
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
- Ι.Χ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- (όχημα) που προορίζεται για ιδιωτική χρήση
- Ι.Χ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο