ΚΕΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΚΕΚ < Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης
- ΚΕΚ < Κόμμα 'Ελλήνων Κυνηγών
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Κ.Ε.Κ. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- ιδιωτικά ή ιδιωτικής νομικής μορφής ιδρύματα, αποκλειστικά εκπαιδευτικά, πιστοποιημένα από το ΕΚΕΠΙΣ, που παρέχουν συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, συνήθως μέσω κρατικών ή Ευρωπαϊκών προγραμμάτων
- (πολιτική): σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ΚΕΚ
|