Καζάζηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καζάζης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καζάζηδες < τουρκική kazaz (μεταξουργός) → δείτε τη λέξη καζάζης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καζάζηδες αρσενικό (επώνυμο)