Καπνίτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καπνίτη < γενική ενικού του αρσενικού Καπνίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καπνίτη θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Καπνίτη αρσενικό