Καρδοματέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καρδοματέα < γενική ενικού του αρσενικού Καρδοματέας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καρδοματέα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Καρδοματέα αρσενικό