Καυσίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καυσίλος < καῦσις (→ δείτε τη λέξη καύση) ενδεχομένως σημαίνει τον θερμόαιμο, τον πυρετώδη[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καυσίλος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. Robert Jeanne, Robert Louis, «Bulletin épigraphique», Revue des Études grecques 93:442-444 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1980), σ. 431 (καταχώριση #384). Όπως επίσης αναφέρεται, το όνομα απαντά μόνο στην Ιεράπυτνα (στην Κρήτη, κοντά στη σημερινή Ιεράπετρα) και στην Πέργαμο (της Μικράς Ασίας).

Πηγές[επεξεργασία]