Κιρκορίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κιρκορίδη < γενική ενικού του αρσενικού Κιρκορίδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κιρκορίδη θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κιρκορίδης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Κιρκορίδη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κιρκορίδης
- λόγια μορφή γενικής: (του) Κιρκορίδου