Κονταράτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κονταράτου < γενική ενικού του αρσενικού Κονταράτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κονταράτου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κονταράτος
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Κονταράτου αρσενικό
- γενική ενικού του Κονταράτος