Κόχερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κόχερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kocher
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.çeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐χερ
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Κόχερ αρσενικό άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Κόχερος ('καθαρεύουσα', εξελληνισμένο)