ΛΑΓΗΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΛΑΓΗΕ < Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ʝiˈe/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Λ.Α.Γ.Η.Ε. αρσενικό ακρωνύμιο