ΜΑΤ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΜΑΤ < : Μονάδες Αποκατάστασης [της] Τάξης, από τη δεκαετία του 1970
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Μ.Α.Τ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο
- αστυνομικές ομάδες καταστολής διαδηλώσεων και ταραχών
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αποκαλούνται "τα ΜΑΤ" (ουδέτερο, πληθυντικός) παρά το ότι πρόκειται για τις μονάδες