ΜΑΤ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ματ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΜΑΤ <  : Μονάδες Αποκατάστασης [της] Τάξης, από τη δεκαετία του 1970

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mat/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Μ.Α.Τ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • αποκαλούνται "τα ΜΑΤ" (ουδέτερο, πληθυντικός) παρά το ότι πρόκειται για τις μονάδες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]