Μερσέντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μερσέντες < (άμεσο δάνειο) ισπανική Mercedes
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meɾˈse.des/ (λατινοαμερικάνικη προφορά του ισπανικού Μερθέντες /meɾˈθedes/ ή /meɾˈθeðes/)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μερσέντες