Ναΐρουχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ναΐρουχι < μεταγραφή για την αρμενική նաիրուհի (Nairowhi, συνήθης απόδοση με λατινική γραφή: Nairuhi και Nayiruhi)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Ναΐρουχι θηλυκό, άκλιτο