πτώση
|
ενικός
|
ονομαστική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόός
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόός
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόό
|
γενική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόού
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόού
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόού
|
αιτιατική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόό
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόό
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόό
|
κλητική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόέ
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόέ
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόό
|
πτώση
|
πληθυντικός
|
ονομαστική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόοί
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόοί
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόά
|
γενική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόών
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόών
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόών
|
αιτιατική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόούς
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόούς
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόά
|
κλητική
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόοί
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόοί
|
παρωχ-el-κλίσ-'κακοποιόά
|