Σκοτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σκοτ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκοτ αρσενικό άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)