Σουρμαλιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σουρμαλιάν < (μεταγραφή) αρμενική Սուրմալյան (Surmalyan, Σουρμαλιάν)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Σουρμαλιάν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο