Συζήτηση:ψύχωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λέξη με μάλλον σπάνια χρήση, μάλλον "ποιητική" παλιότερα, και με διαφορετικές σημασίες (ίσως και "ιδιοσυγκρασιακές"):

  1. η επίδραση/εφαρμογή του ψύχους:
    1. το να κρυώνει κάποιος, η αίσθηση της παγωνιάς [1]
    2. το να ψύχεται κάτι, να υφίσταται ψύξη [2]
  2. η γενναιότητα, το θάρρος, το έχει κάποιος "ψυχή", να είναι ψυχωμένος, η εμψύχωση [3] [4]
  3. αργκό ή καθομιλουμένη μάλλον πρόσφατη: το "κόλλημα", το "σκάλωμα", η "ψύχωση" (όχι ως όρος επιστημονικός) με κάτι ή κάποιον/α [5]

Μπορεί να ξαναφτιαχτεί το άρθρο, αλλά θέλει κάποια δουλειά. Θα δούμε … ǁ ǁǁ Chalk19 (talk) 07:44, 5 Ιουνίου 2021 (UTC)[απάντηση]