Τσέτογλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσέτογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Çetoğlu < τουρκική cet (παππούς) + -oğlu (-ογλου)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσέτογλου αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Τσέτογλου σελ.117 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.