άμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμα < αρχαία ελληνική ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
άμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άμ' έπος άμ' έργον
- εν τω άμα και το θάμα ή με το άμα και το θάμα
- άμα τη εμφανίσει