έξαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έξαλα < ελληνιστική ἔξαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) τα μέρη ενός πλοίου που βρίσκονται πάνω από τα ίσαλα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έξαλα
|