έξαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έξαλα < ελληνιστική ἔξαλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]