Μετάβαση στο περιεχόμενο

βρεχάμενα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βρεχάμενα
      γενική των βρεχάμενων
    αιτιατική τα βρεχάμενα
     κλητική βρεχάμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρεχάμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βρεχάμενος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρεχάμενα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]