βρεχάμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βρεχάμενα | ||
γενική | των | βρεχάμενων | ||
αιτιατική | τα | βρεχάμενα | ||
κλητική | βρεχάμενα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρεχάμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βρεχάμενος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρεχάμενα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) τα ύφαλα ενός πλεούμενου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρεχάμενα
|