αγγλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɡli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγγλίζω, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- συνώνυμο του αγγλοφέρνω ή εγγλεζοφέρνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγγλίζων, αγγλίζουσα, αγγλίζον (λόγια μετοχή)
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγλίζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγλίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας