αδρανοποιημένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ðɾa.no.pi.iˈme.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δρα‐νο‐ποι‐η‐μέ‐νων
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
αδρανοποιημένων
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του αδρανοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αδρανοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδρανοποιημένος