αθροίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αθροίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθροίζω
- θα αθροίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθροίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αθροίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άθροιση