αιδημόνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιδημόνως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδημόνως
Επίρρημα
[επεξεργασία]αιδημόνως
- (αρχαιοπρεπές, σπάνιο) με σεμνότητα, με συστολή