αιρετικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιρετικά < αιρετικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αιρετικά

  • με τρόπο που διαφέρει από την επίσημα αποδεκτή άποψη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αιρετικά