αλευρογυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρογυρίζω < αλεύρι + γυρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αλευρογυρίζω

  1. (μεταβατικό) περιστρέφω, συστρέφω κάτι μέσα σε αλεύρι,
  2. αλευρώνω
  3. περιφέρομαι άσκοπα
    όλη μέρα σε έψαχνα. Πού αλευρογύριζες;
  4. ρίχνω κάποιον στο έδαφος και τον κυλώ στο χώμα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]