αλευρογυρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αλευρογυρίζω
- (μεταβατικό) περιστρέφω, συστρέφω κάτι μέσα σε αλεύρι,
- αλευρώνω
- περιφέρομαι άσκοπα
- όλη μέρα σε έψαχνα. Πού αλευρογύριζες;
- ρίχνω κάποιον στο έδαφος και τον κυλώ στο χώμα
Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευρογυρίζω | αλευρογύριζα | θα αλευρογυρίζω | να αλευρογυρίζω | αλευρογυρίζοντας | |
β' ενικ. | αλευρογυρίζεις | αλευρογύριζες | θα αλευρογυρίζεις | να αλευρογυρίζεις | αλευρογύριζε | |
γ' ενικ. | αλευρογυρίζει | αλευρογύριζε | θα αλευρογυρίζει | να αλευρογυρίζει | ||
α' πληθ. | αλευρογυρίζουμε | αλευρογυρίζαμε | θα αλευρογυρίζουμε | να αλευρογυρίζουμε | ||
β' πληθ. | αλευρογυρίζετε | αλευρογυρίζατε | θα αλευρογυρίζετε | να αλευρογυρίζετε | αλευρογυρίζετε | |
γ' πληθ. | αλευρογυρίζουν(ε) | αλευρογύριζαν αλευρογυρίζαν(ε) |
θα αλευρογυρίζουν(ε) | να αλευρογυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλευρογύρισα | θα αλευρογυρίσω | να αλευρογυρίσω | αλευρογυρίσει | ||
β' ενικ. | αλευρογύρισες | θα αλευρογυρίσεις | να αλευρογυρίσεις | αλευρογύρισε | ||
γ' ενικ. | αλευρογύρισε | θα αλευρογυρίσει | να αλευρογυρίσει | |||
α' πληθ. | αλευρογυρίσαμε | θα αλευρογυρίσουμε | να αλευρογυρίσουμε | |||
β' πληθ. | αλευρογυρίσατε | θα αλευρογυρίσετε | να αλευρογυρίσετε | αλευρογυρίστε | ||
γ' πληθ. | αλευρογύρισαν αλευρογυρίσαν(ε) |
θα αλευρογυρίσουν(ε) | να αλευρογυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλευρογυρίσει | είχα αλευρογυρίσει | θα έχω αλευρογυρίσει | να έχω αλευρογυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλευρογυρίσει | είχες αλευρογυρίσει | θα έχεις αλευρογυρίσει | να έχεις αλευρογυρίσει | έχε αλευρογυρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει αλευρογυρίσει | είχε αλευρογυρίσει | θα έχει αλευρογυρίσει | να έχει αλευρογυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευρογυρίσει | είχαμε αλευρογυρίσει | θα έχουμε αλευρογυρίσει | να έχουμε αλευρογυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλευρογυρίσει | είχατε αλευρογυρίσει | θα έχετε αλευρογυρίσει | να έχετε αλευρογυρίσει | έχετε αλευρογυρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αλευρογυρίσει | είχαν αλευρογυρίσει | θα έχουν αλευρογυρίσει | να έχουν αλευρογυρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αλευρογυρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αλευρογυρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αλευρογυρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αλευρογυρισμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αλευρογυρισμένος - είμαστε, είστε, είναι αλευρογυρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αλευρογυρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλευρογυρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλευρογυρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλευρογυρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αλευρογυρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλευρογυρισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευρογυρίζω
|