αληθοφανές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αληθοφανές (γενική εν. αληθοφανούς)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αληθοφανής