αλκοολική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλκοολική < θηλυκό του ουσιστικού αλκοολικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλκοολική θηλυκό
- γυναίκα με πρόβλημα εξάρτησης από το αλκοόλ
- (κατ' επέκταση) η εξαρτημένη
- είναι αλκοολική με τη δουλειά της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλκοολική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλκοολική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αλκοολικός