αμπάλωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμπάλωτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπαλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπάλωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμπάλωτος