αμόκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμόκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική amok < μαλαϊκά amuk (ο ευρισκόμενος σε κατάσταση μανίας) ή το επίσης μαλαϊκό mengamuk
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμόκ ουδέτερο άκλιτο
- επεισόδιο που περιλαμβάνει διχαστική και ετεροκαταστροφική συμπεριφορά
- (μεταφορικά) το χάσιμο του ελέγχου, η μανιακή συμπεριφορά
- Η υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε κατάσταση αμόκ όταν σκότωσε τους δύο ανθρώπους.