αναβαστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβαστώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αναβαστώ

αναβαστώ = άνω βαστάζω , βοηθώ να ανέβει κάτι η κάποιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]