αναμαλλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αναμαλλιάζω

  1. (μεταβατικό) ανακατώνω τα μαλλιά
  2. (αμετάβατο) ανατριχιάζω
  3. (αμετάβατο) (για ύφασμα) βγάζω χνούδι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]