αναοριοθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναοριοθετώ < ανα- + οριοθετώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναοριοθετώ (παθητική φωνή: αναοριοθετούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]