αναοριοθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναοριοθέτηση | οι | αναοριοθετήσεις |
γενική | της | αναοριοθέτησης* | των | αναοριοθετήσεων |
αιτιατική | την | αναοριοθέτηση | τις | αναοριοθετήσεις |
κλητική | αναοριοθέτηση | αναοριοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναοριοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναοριοθέτηση < ανα- + οριοθέτηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναοριοθέτηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η εκ νέου οριοθέτηση
- ※ Αναοριοθέτηση ζώνης απόλυτης προστασίας του αρχαιολογικού χώρου των Μετεώρων (…) Με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (…), αναοριοθετήθηκε η ζώνη Αʹ και οριοθετήθηκε η ζώνη Βʹ προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Μετεώρων, μετά και την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη.(www.archaiologia.gr, 21.01.2013)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναοριοθέτηση