ανεβάζω στα ουράνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεβάζω στα ουράνια < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

ανεβάζω στα ουράνια

  1. εκθειάζω κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον
  2. προκαλώ ψυχική ευφορία σε κάποιον, τον κάνω να νοιώθει χαρούμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]