ανηφορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ανηφορικά < ανηφορικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανηφορικά
- με κλίση και φορά προς τα πάνω
- μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανηφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανηφορικό