ανθρακικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη ανθρακικός, οξύ
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ανθρακικό οξύ ουδέτερο
- (χημική ένωση) ασταθές οξύ με χημικό τύπο H2CO3· βρίσκεται μόνο σε διαλύματα (π.χ. ανθρακούχα ποτά) και ανθρακικά άλατα· διασπάται εύκολα και δίνει διοξείδιο του άνθρακα και νερό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρακικό οξύ