ανθρωποειδών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανθρωποειδών
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του ανθρωποειδής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανθρωποειδών