Μετάβαση στο περιεχόμενο

απελευθερώνομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

απελευθερώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος απελευθερώνω

απελευθερώνομαι

  1. μου δίνουν την ελευθερία μου.
    Προχθές ο Ηλίας απελευθερώθηκε.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]