απογριφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απογριφώνω < απο- + γρίφος + -ώνω < αρχαία ελληνική γρῖφος

Ρήμα[επεξεργασία]

απογριφώνω (παθητική φωνή: απογριφώνομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]