αποειδικεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποειδικεύομαι < απο- + ειδικεύομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αποειδικεύομαι
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποειδικεύομαι | αποειδικευόμουν(α) | θα αποειδικεύομαι | να αποειδικεύομαι | ||
β' ενικ. | αποειδικεύεσαι | αποειδικευόσουν(α) | θα αποειδικεύεσαι | να αποειδικεύεσαι | (αποειδικεύου) | |
γ' ενικ. | αποειδικεύεται | αποειδικευόταν(ε) | θα αποειδικεύεται | να αποειδικεύεται | ||
α' πληθ. | αποειδικευόμαστε | αποειδικευόμαστε αποειδικευόμασταν |
θα αποειδικευόμαστε | να αποειδικευόμαστε | ||
β' πληθ. | αποειδικεύεστε | αποειδικευόσαστε αποειδικευόσασταν |
θα αποειδικεύεστε | να αποειδικεύεστε | (αποειδικεύεστε) | |
γ' πληθ. | αποειδικεύονται | αποειδικεύονταν αποειδικευόντουσαν |
θα αποειδικεύονται | να αποειδικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποειδικεύτηκα | θα αποειδικευτώ | να αποειδικευτώ | αποειδικευτεί | ||
β' ενικ. | αποειδικεύτηκες | θα αποειδικευτείς | να αποειδικευτείς | αποειδικέψου | ||
γ' ενικ. | αποειδικεύτηκε | θα αποειδικευτεί | να αποειδικευτεί | |||
α' πληθ. | αποειδικευτήκαμε | θα αποειδικευτούμε | να αποειδικευτούμε | |||
β' πληθ. | αποειδικευτήκατε | θα αποειδικευτείτε | να αποειδικευτείτε | αποειδικευτείτε | ||
γ' πληθ. | αποειδικεύτηκαν αποειδικευτήκαν(ε) |
θα αποειδικευτούν(ε) | να αποειδικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποειδικευτεί | είχα αποειδικευτεί | θα έχω αποειδικευτεί | να έχω αποειδικευτεί | αποειδικεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποειδικευτεί | είχες αποειδικευτεί | θα έχεις αποειδικευτεί | να έχεις αποειδικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποειδικευτεί | είχε αποειδικευτεί | θα έχει αποειδικευτεί | να έχει αποειδικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποειδικευτεί | είχαμε αποειδικευτεί | θα έχουμε αποειδικευτεί | να έχουμε αποειδικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποειδικευτεί | είχατε αποειδικευτεί | θα έχετε αποειδικευτεί | να έχετε αποειδικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποειδικευτεί | είχαν αποειδικευτεί | θα έχουν αποειδικευτεί | να έχουν αποειδικευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποειδικεύομαι
|