ειδίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδίκευση | οι | ειδικεύσεις |
γενική | της | ειδίκευσης* | των | ειδικεύσεων |
αιτιατική | την | ειδίκευση | τις | ειδικεύσεις |
κλητική | ειδίκευση | ειδικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειδίκευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ειδικεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειδίκευση