Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποκόπτομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκόπτομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω

αποκόπτομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αποκόπτω
  2. (γραμματική) υφίσταμαι αποκοπή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]