αρμαδίλλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμαδίλλος < (άμεσο δάνειο) ισπανική armadillo < υποκοριστικό του armado (θωρακισμένος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρμαδίλλος αρσενικό και αρμαδίλος
- (θηλαστικό ζώο) γενική ονομασία μικρόσωμων θηλαστικών της Αμερικής, των οποίων το σώμα καλύπτεται από πολλαπλές λωρίδες λεπιδωτού όστρακου