θωρακισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θωρακισμένος η θωρακισμένη το θωρακισμένο
      γενική του θωρακισμένου της θωρακισμένης του θωρακισμένου
    αιτιατική τον θωρακισμένο τη θωρακισμένη το θωρακισμένο
     κλητική θωρακισμένε θωρακισμένη θωρακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θωρακισμένοι οι θωρακισμένες τα θωρακισμένα
      γενική των θωρακισμένων των θωρακισμένων των θωρακισμένων
    αιτιατική τους θωρακισμένους τις θωρακισμένες τα θωρακισμένα
     κλητική θωρακισμένοι θωρακισμένες θωρακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

θωρακισμένος, -η, -ο

  1. που έχει θωρακιστεί
    • Εμφανίστηκε με την θωρακισμένη "Μερσεντές" του
  2. που χρησιμοποιεί κάτι ως θώρακα, άμυνα, ασπίδα
    • Αντεξε την κριτική θωρακισμένος' πίσω από τα βραβεία που είχε πάρει νεότερος
→ δείτε τη λέξη θωρακίζω

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]