θωρακισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία].
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]θωρακισμένος, -η, -ο
- που έχει θωρακιστεί
- Εμφανίστηκε με την θωρακισμένη "Μερσεντές" του
- που χρησιμοποιεί κάτι ως θώρακα, άμυνα, ασπίδα
- Αντεξε την κριτική θωρακισμένος' πίσω από τα βραβεία που είχε πάρει νεότερος
- → δείτε τη λέξη θωρακίζω