ασπριδερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ασπριδερά < ασπριδερός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασπριδερά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπριδερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασπριδερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπριδερός