ασπριδερά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ασπριδερά < ασπριδερός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ασπριδερά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασπριδερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ασπριδερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπριδερός