ασπόνδυλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ασπόνδυλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασπόνδυλα

  • (ουσιαστικοποιημένο) (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) (ζωολογία) ζώα τα οποία δεν διαθέτουν σπονδυλική στήλη. Πρόκειται για το 97% των ειδών των ζώων.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]